- αποβαίνω
- (AM ἀποβαίνω)1. καταλήγω, καταντῶ2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαιαρχ.1. αποβιβάζομαι2. φεύγω, αναχωρῶ3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι5. επιτυγχάνω6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω7. (μτβ.) αποβιβάζω8. (το απαρέμφατο ως ουσ.) τὸ ἀποβαίνεινη τέχνη του να μεταπηδά κάποιος από άλογο σε άλογο9. (για διάστημα) εκτείνομαι10. φρ. «ὁ ἀποβαίνων πούς» — το πίσω πόδι.
Dictionary of Greek. 2013.